- διοργανώσεως
- διοργανώσεω̆ς , διοργάνωσιςformationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναδιοργάνωση — η [αναδιοργανώνω] διοργάνωση σε νέες βάσεις, βελτίωση τής διοργανώσεως, ανασυγκρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιοργανώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον δημοσιογράφο Παναγιώτη Χαλκιόπουλο] … Dictionary of Greek
ταξίδι — και ταξείδι, το / ταξίδιον και ταξείδιον ΝΜ μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον, ιδίως μακρινό, με τη χρησιμοποίηση μέσου μεταφοράς νεοελλ. 1. φρ. α) «αγύριστο ταξίδι» μτφ. ο θάνατος β) «καλό ταξίδι» ευχή σε άτομο που πρόκειται να ταξιδέψει γ)… … Dictionary of Greek